βρόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βρόμος | οἱ | βρόμοι |
γενική | τοῦ | βρόμου | τῶν | βρόμων |
δοτική | τῷ | βρόμῳ | τοῖς | βρόμοις |
αιτιατική | τὸν | βρόμον | τοὺς | βρόμους |
κλητική ὦ! | βρόμε | βρόμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βρόμος < βρέμω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mrem-
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
βρόμος αρσενικό
- τριγμός
- κρότος
- ταραχή
- μανία
- πάταγος
- είδος σιτηρού, η βρόμη (ή βρώμη/ βρόμη) (πιθανόν να μην ετυμολογείται από το βρέμω)
Επεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Σημασιολογική μεταβολή σε: δυσωδία, άσχημη μυρωδιά. (βλ. ετυμολογία του βρομώ και βρόμα)
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
βρόμος αρσενικό