Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρόμος οἱ βρόμοι
      γενική τοῦ βρόμου τῶν βρόμων
      δοτική τῷ βρόμ τοῖς βρόμοις
    αιτιατική τὸν βρόμον τοὺς βρόμους
     κλητική ! βρόμε βρόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρόμω
γεν-δοτ τοῖν  βρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βρόμος < βρέμω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mrem-

  Ουσιαστικό 1Επεξεργασία

βρόμος αρσενικό

  1. τριγμός
  2. κρότος
  3. ταραχή
  4. μανία
  5. πάταγος
  6. είδος σιτηρού, η βρόμηβρώμη/ βρόμη) (πιθανόν να μην ετυμολογείται από το βρέμω)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  Ουσιαστικό 2Επεξεργασία

βρόμος αρσενικό