βρώμη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρώμη | ||
γενική | της | βρώμης | ||
αιτιατική | τη | βρώμη | ||
κλητική | βρώμη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρώμη < αρχαία ελληνική βρόμος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρώμη θηλυκό
- (φυτό) δημητριακό (επιστημονική ονομασία Avena sativa)
- (φαγητά) ο καρπός του δημητριακού με το ίδιο όνομα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- βρόμη, η ετυμολογικά ορθή γραφή της λέξης (σε μικρότερη / σπανιότερη χρήση από ότι το «βρώμη»)
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρώμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβρώμη θηλυκό
- άλλη μορφή του βρῶμα