Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρέμω
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
βρέμω
<
ινδοευρωπαϊκή (ρίζα)
*bherem-. Συγγενές με τις λέξεις
βροντή
,
βρόμος
,
βριμάομαι
,
βρίμημα
, ίσως και με το
χρεμετίζω
, καθώς και το (
λατινικά
)
fremo
Ρήμα
Επεξεργασία
βρέμω
βγάζω
δυνατό
ήχο
,
παράγω
κρότο
,
θορυβώ
βρυχώμαι
, προκαλώ
κλαγγές
κραυγάζω
(
μέσο
)
βρέμομαι
:
κλαίω
,
θρηνώ