βρέμω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bherem-. Συγγενές με τις λέξεις βροντή, βρόμος, βριμάομαι, βρίμημα, ίσως και με το χρεμετίζω, καθώς και το (λατινικά) fremo
Ρήμα
επεξεργασίαβρέμω
βρέμω