• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βρέμω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bherem-. Συγγενές με τις λέξεις βροντή, βρόμος, βριμάομαι, βρίμημα, ίσως και με το χρεμετίζω, καθώς και το (λατινικά) fremo

  Ρήμα επεξεργασία

βρέμω

  1. βγάζω δυνατό ήχο, παράγω κρότο, θορυβώ
  2. βρυχώμαι, προκαλώ κλαγγές
  3. κραυγάζω
  4. (μέσο) βρέμομαι: κλαίω, θρηνώ
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βρέμω&oldid=5273755"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:07

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Latviešu
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, στις 12:07.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας