βρυχώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρυχώμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βρυχῶμαι, συνηρημένος τύπος του βρυχάομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾiˈxo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρυ‐χώ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαβρυχώμαι (αποθετικό ρήμα) , π.αόρ.: βρυχήθηκα
- (για άγρια ζώα) βγάζω βαθιά και βροντερή κραυγή, παράγω δυνατό ήχο
- ↪ το λιοντάρι θύμωσε και βρυχήθηκε
- (μεταφορικά) κάνω αισθητή την παρουσία μου μιλώντας με έντονο τρόπο, φωνάζοντας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βρυχώμαι | βρυχόμουν | θα βρυχώμαι | να βρυχώμαι | ||
β' ενικ. | βρυχάσαι | βρυχόσουν | θα βρυχάσαι | να βρυχάσαι | ||
γ' ενικ. | βρυχάται | βρυχόταν | θα βρυχάται | να βρυχάται | ||
α' πληθ. | βρυχώμεθα - βρυχόμαστε | βρυχόμασταν | θα βρυχώμεθα - βρυχόμαστε | να βρυχώμεθα - βρυχόμαστε | ||
β' πληθ. | βρυχάσθε - βρυχάστε | βρυχόσασταν | θα βρυχάσθε - βρυχάστε | να βρυχάσθε - βρυχάστε | βρυχάσθε - βρυχάστε | |
γ' πληθ. | βρυχώνται | βρυχόνταν - βρυχόντουσαν | θα βρυχώνται | να βρυχώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βρυχήθηκα | θα βρυχηθώ | να βρυχηθώ | βρυχηθεί | ||
β' ενικ. | βρυχήθηκες | θα βρυχηθείς | να βρυχηθείς | βρυχήσου | ||
γ' ενικ. | βρυχήθηκε | θα βρυχηθεί | να βρυχηθεί | |||
α' πληθ. | βρυχηθήκαμε | θα βρυχηθούμε | να βρυχηθούμε | |||
β' πληθ. | βρυχηθήκατε | θα βρυχηθείτε | να βρυχηθείτε | βρυχηθείτε | ||
γ' πληθ. | βρυχήθηκαν βρυχηθήκαν(ε) |
θα βρυχηθούν(ε) | να βρυχηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βρυχηθεί | είχα βρυχηθεί | θα έχω βρυχηθεί | να έχω βρυχηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις βρυχηθεί | είχες βρυχηθεί | θα έχεις βρυχηθεί | να έχεις βρυχηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βρυχηθεί | είχε βρυχηθεί | θα έχει βρυχηθεί | να έχει βρυχηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βρυχηθεί | είχαμε βρυχηθεί | θα έχουμε βρυχηθεί | να έχουμε βρυχηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βρυχηθεί | είχατε βρυχηθεί | θα έχετε βρυχηθεί | να έχετε βρυχηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βρυχηθεί | είχαν βρυχηθεί | θα έχουν βρυχηθεί | να έχουν βρυχηθεί |