↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βροντερός η βροντερή το βροντερό
      γενική του βροντερού της βροντερής του βροντερού
    αιτιατική τον βροντερό τη βροντερή το βροντερό
     κλητική βροντερέ βροντερή βροντερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βροντεροί οι βροντερές τα βροντερά
      γενική των βροντερών των βροντερών των βροντερών
    αιτιατική τους βροντερούς τις βροντερές τα βροντερά
     κλητική βροντεροί βροντερές βροντερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

βροντερός < βροντ(ή) + -ερός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾon.deˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρο‐ντε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

βροντερός, -ή, -ό

  • δυνατός σε ένταση και εντυπωσιακός σαν τη βροντή
    ⮡  απαντάμε με ένα βροντερό "όχι"
  1. ※  1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία