βρυχώμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
βρυχώμενος, -η, -ο
- που βρυχάται κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ενώ βρυχάται, καθώς βρυχάται, με το να βρυχάται
- Το βρυχώμενο ποντίκι (ειρωνικά, αφού βρυχάται μόνο το λεοντάρι, από το έργο The Mouse That Roared του Leonard Wibberley)