Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουγκρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μουγκρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muŋˈɡɾi.zo/ & /muˈɡɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μου‐γκρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

μουγκρίζω, αόρ.: μούγκρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (κυριολεκτικά, για αγελάδες, ταύρους κ.λπ.) παράγω μια χαρακτηριστική φωνή, ένα παρατεταμένο μου, έναν μυκηθμό ή βρυχηθμό
  2. (μεταφορικά) παράγω ανάλογο ήχο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία