Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρυχηθμός οι βρυχηθμοί
      γενική του βρυχηθμού των βρυχηθμών
    αιτιατική τον βρυχηθμό τους βρυχηθμούς
     κλητική βρυχηθμέ βρυχηθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρυχηθμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βρυχηθμός (για λιοντάρι) < αρχαία ελληνική (για τη θάλασσα)[1] < βρυχάομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾi.çiˈθmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρυ‐χηθ‐μός
παλιότερος συλλαβισμός: βρυ‐χη‐θμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρυχηθμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία