βρυχιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρυχιέμαι < βρυχ(ώμαι) + -ιέμαι < αρχαία ελληνική βρυχάομαι / βρυχῶμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾiˈçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρυ‐χιέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαβρυχιέμαι, π.αόρ.: βρυχήθηκα (αποθετικό ρήμα)
- λιγότερο επίσημη μορφή του βρυχώμαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βρυχιέμαι | βρυχιόμουν(α) | θα βρυχιέμαι | να βρυχιέμαι | ||
β' ενικ. | βρυχιέσαι | βρυχιόσουν(α) | θα βρυχιέσαι | να βρυχιέσαι | ||
γ' ενικ. | βρυχιέται | βρυχιόταν(ε) | θα βρυχιέται | να βρυχιέται | ||
α' πληθ. | βρυχιόμαστε | βρυχιόμαστε βρυχιόμασταν |
θα βρυχιόμαστε | να βρυχιόμαστε | ||
β' πληθ. | βρυχιέστε | βρυχιόσαστε βρυχιόσασταν |
θα βρυχιέστε | να βρυχιέστε | βρυχιέστε | |
γ' πληθ. | βρυχιούνται | βρυχιόνταν(ε) βρυχιούνταν βρυχιόντουσαν |
θα βρυχιούνται | να βρυχιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βρυχήθηκα | θα βρυχηθώ | να βρυχηθώ | βρυχηθεί | ||
β' ενικ. | βρυχήθηκες | θα βρυχηθείς | να βρυχηθείς | βρυχήσου | ||
γ' ενικ. | βρυχήθηκε | θα βρυχηθεί | να βρυχηθεί | |||
α' πληθ. | βρυχηθήκαμε | θα βρυχηθούμε | να βρυχηθούμε | |||
β' πληθ. | βρυχηθήκατε | θα βρυχηθείτε | να βρυχηθείτε | βρυχηθείτε | ||
γ' πληθ. | βρυχήθηκαν βρυχηθήκαν(ε) |
θα βρυχηθούν(ε) | να βρυχηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βρυχηθεί | είχα βρυχηθεί | θα έχω βρυχηθεί | να έχω βρυχηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις βρυχηθεί | είχες βρυχηθεί | θα έχεις βρυχηθεί | να έχεις βρυχηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βρυχηθεί | είχε βρυχηθεί | θα έχει βρυχηθεί | να έχει βρυχηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βρυχηθεί | είχαμε βρυχηθεί | θα έχουμε βρυχηθεί | να έχουμε βρυχηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βρυχηθεί | είχατε βρυχηθεί | θα έχετε βρυχηθεί | να έχετε βρυχηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βρυχηθεί | είχαν βρυχηθεί | θα έχουν βρυχηθεί | να έχουν βρυχηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρυχιέμαι
|