↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιοντάρι τα λιοντάρια
      γενική του λιονταριού των λιονταριών
    αιτιατική το λιοντάρι τα λιοντάρια
     κλητική λιοντάρι λιοντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιοντάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιοντάρι(ν) με συνίζηση < λεοντάριν < ελληνιστική κοινή λεοντάριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική λέων[1]
 
Αρσενικό λιοντάρι.
 
Θηλυκό λιοντάρι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʎonˈda.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιο‐ντά‐ρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιοντάρι ουδέτερο (αρσενικό λέοντας), (θηλυκό λέαινα ή λιονταρίνα & λιόντισσα)

  1. (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο του είδους Panthera leo που ανήκει στην οικογένεια των Αιλουροειδών με εξαιρετική δύναμη κι ευελιξία
    ⮡  αρσενικό λιονάρι, θηλυκό λιοντάρι
    ⮡  Το αρσενικό λιοντάρι διακρίνεται για την πλούσια χαίτη του χάρη στην οποία επονομάζεται «ο βασιλιάς των ζώων» ή «o βασιλιάς της ζούγκλας».
    ⮡  το λιοντάρι βρυχάται
  2. (μεταφορικά) θαρραλέος, ατρόμητος
    ⮡  πολέμησε σα λιοντάρι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

με λέων, λεοντ-

με λιοντ-, λιονταρ- & λεονταρ-

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιοντάρι ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία