Δείτε επίσης: Leo, λέων

  Ετυμολογία

επεξεργασία
leo < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική λέων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

leo (la) αρσενικό

  1. (ζώο) λιοντάρι
  2. δέρμα του λιονταριού, η λεοντή
  3. είδος καβουριού
  4. είδος φυτού

Συγγενικά

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική leo leōnēs
γενική leōnis leōnum
δοτική leōnī leōnibus
αιτιατική leōnem leōnēs
κλητική leo leōnēs
αφαιρετική leōne leōnibus
(γ' κλίση)