λεοντή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεοντή | οι | λεοντές |
γενική | της | λεοντής | των | λεοντών |
αιτιατική | τη | λεοντή | τις | λεοντές |
κλητική | λεοντή | λεοντές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεοντή < αρχαία ελληνική λεοντῆ / λεοντέη < λέων
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεοντή θηλυκό
- το τομάρι (δέρμα) ενός λιονταριού