Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεοντόμορφος η λεοντόμορφη το λεοντόμορφο
      γενική του λεοντόμορφου της λεοντόμορφης του λεοντόμορφου
    αιτιατική τον λεοντόμορφο τη λεοντόμορφη το λεοντόμορφο
     κλητική λεοντόμορφε λεοντόμορφη λεοντόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεοντόμορφοι οι λεοντόμορφες τα λεοντόμορφα
      γενική των λεοντόμορφων των λεοντόμορφων των λεοντόμορφων
    αιτιατική τους λεοντόμορφους τις λεοντόμορφες τα λεοντόμορφα
     κλητική λεοντόμορφοι λεοντόμορφες λεοντόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεοντόμορφος < λέοντας + -μορφος (< μορφή)

  Επίθετο επεξεργασία

λεοντόμορφος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία