leono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leono | leonoj |
αιτιατική | leonon | leonojn |
leono (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το λιοντάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leono | leonoj |
αιτιατική | leonon | leonojn |
leono (eo)