Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεοντόκαρδος η λεοντόκαρδη το λεοντόκαρδο
      γενική του λεοντόκαρδου της λεοντόκαρδης του λεοντόκαρδου
    αιτιατική τον λεοντόκαρδο τη λεοντόκαρδη το λεοντόκαρδο
     κλητική λεοντόκαρδε λεοντόκαρδη λεοντόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεοντόκαρδοι οι λεοντόκαρδες τα λεοντόκαρδα
      γενική των λεοντόκαρδων των λεοντόκαρδων των λεοντόκαρδων
    αιτιατική τους λεοντόκαρδους τις λεοντόκαρδες τα λεοντόκαρδα
     κλητική λεοντόκαρδοι λεοντόκαρδες λεοντόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεοντόκαρδος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

λεοντόκαρδος

  Μεταφράσεις επεξεργασία