Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεοντόκαρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεοντόκαρδ
ος
η
λεοντόκαρδ
η
το
λεοντόκαρδ
ο
γενική
του
λεοντόκαρδ
ου
της
λεοντόκαρδ
ης
του
λεοντόκαρδ
ου
αιτιατική
τον
λεοντόκαρδ
ο
τη
λεοντόκαρδ
η
το
λεοντόκαρδ
ο
κλητική
λεοντόκαρδ
ε
λεοντόκαρδ
η
λεοντόκαρδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεοντόκαρδ
οι
οι
λεοντόκαρδ
ες
τα
λεοντόκαρδ
α
γενική
των
λεοντόκαρδ
ων
των
λεοντόκαρδ
ων
των
λεοντόκαρδ
ων
αιτιατική
τους
λεοντόκαρδ
ους
τις
λεοντόκαρδ
ες
τα
λεοντόκαρδ
α
κλητική
λεοντόκαρδ
οι
λεοντόκαρδ
ες
λεοντόκαρδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεοντόκαρδος
<
λεοντό-
+
-καρδος
Επίθετο
επεξεργασία
λεοντόκαρδος
που έχει
καρδιά
λιονταριού
,
γενναίος
,
ατρόμητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεοντόκαρδος
αγγλικά
:
lionhearted
(en)