πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -καρδος η -καρδη το -καρδο
      γενική του -καρδου της -καρδης του -καρδου
    αιτιατική τον -καρδο τη(ν) -καρδη το -καρδο
     κλητική -καρδε -καρδη -καρδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -καρδοι οι -καρδες τα -καρδα
      γενική των -καρδων των -καρδων των -καρδων
    αιτιατική τους -καρδους τις -καρδες τα -καρδα
     κλητική -καρδοι -καρδες -καρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
-καρδος < καρδ(ιά) + -ος. Δείτε το μεσαιωνικό -καρδος και το αρχαίο -κάρδιος.

-καρδος, -η, -ο

  • -καρδος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)