μεγαλόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεγαλόκαρδος < μεγαλό- + καρδ(ιά) + -ος. Παράβαλε με μεσαιωνική ελληνική μεγαλοκάρδιος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.kaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λό‐καρ‐δος
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλόκαρδος
- (κτητικό σύνθετο) ο καλόκαρδος, που έχει μεγάλη καρδιά και τους χωράει όλους, που συγχωρεί, δεν κρατά κακία και συχνά βοηθά ακόμα και εκείνους που ίσως στο παρελθόν αντίστοιχα δεν του συμπεριφέρθηκαν άμεμπτα