μεγαλόκαρδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλόκαρδος < μεσαιωνική ελληνική μεγαλοκάρδιος < μεγάλη + καρδία
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλόκαρδος
- ο καλόκαρδος, που έχει μεγάλη καρδιά και τους χωράει όλους, που συγχωρεί, δεν κρατά κακία και συχνά βοηθά ακόμα και εκείνους που ίσως στο παρελθόν αντίστοιχα δεν του συμπεριφέρθηκαν άμεμπτα