πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικρόκαρδος η πικρόκαρδη το πικρόκαρδο
      γενική του πικρόκαρδου της πικρόκαρδης του πικρόκαρδου
    αιτιατική τον πικρόκαρδο την πικρόκαρδη το πικρόκαρδο
     κλητική πικρόκαρδε πικρόκαρδη πικρόκαρδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικρόκαρδοι οι πικρόκαρδες τα πικρόκαρδα
      γενική των πικρόκαρδων των πικρόκαρδων των πικρόκαρδων
    αιτιατική τους πικρόκαρδους τις πικρόκαρδες τα πικρόκαρδα
     κλητική πικρόκαρδοι πικρόκαρδες πικρόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρόκαρδος < πικρό- + καρδ(ιά) + -ος
ΔΦΑ : /piˈkro.kar.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πικρόκαρδος

πικρόκαρδος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία