Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικροκαρδίζω < πικρός + -ο- + καρδιά + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πικροκαρδίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία