Ετυμολογία

επεξεργασία
πικροκαρδίζω < πικρός + -ο- + καρδιά + -ίζω

πικροκαρδίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία