λεοντόθυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεοντόθυμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεοντόθυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε λεοντό- + -θυμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.onˈdo.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ο‐ντό‐θυ‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : λε‐ον‐τό‐θυ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαλεοντόθυμος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο, σπάνιο) που έχει καρδιά, θάρρος λιονταριού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεοντόθυμος
|
Πηγές
επεξεργασία- .pdf σελ.28, Τόμος Γ΄ - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .