Προφορά

επεξεργασία
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Löwe (de) θηλυκό

  1. ο Λέων (αστερισμός)
  2. (θηλαστικό ζώο) το λιοντάρι



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Löwe < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Löwe αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Löwe < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Löwe αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]