πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιλουροειδής η αιλουροειδής το αιλουροειδές
      γενική του αιλουροειδούς* της αιλουροειδούς του αιλουροειδούς
    αιτιατική τον αιλουροειδή την αιλουροειδή το αιλουροειδές
     κλητική αιλουροειδή(ς) αιλουροειδής αιλουροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιλουροειδείς οι αιλουροειδείς τα αιλουροειδή
      γενική των αιλουροειδών των αιλουροειδών των αιλουροειδών
    αιτιατική τους αιλουροειδείς τις αιλουροειδείς τα αιλουροειδή
     κλητική αιλουροειδείς αιλουροειδείς αιλουροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.lu.ɾo.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιλουροειδής

αιλουροειδής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

επεξεργασία