αίλουρος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αίλουρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴλουρος
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.lu.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐λου‐ρος
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αίλουρος αρσενικό
- (ζώο, λόγιο) ο αγριόγατος
- (μεταφορικά)
- ↪ κινείται σαν αίλουρος
Επεξεργασία
- αιλουρίδας
- αιλουροειδή, αιλουροειδές
- αιλουροειδής
- αιλουρόμορφος
- αιλουροπάρδαλη
- για τους ταξινομικούς όρους με Αιλουρο- → δείτε Αιλουρίδες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- αίλουρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αίλουρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αίλουρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -Λέξεις με αιλουρο- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)