Δείτε επίσης: αἴλουρος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αίλουρος οι αίλουροι
      γενική του αίλουρου των αίλουρων
    αιτιατική τον αίλουρο τους αίλουρους
     κλητική αίλουρε αίλουροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αίλουρος αρσενικό

  1. (ζώο, λόγιο) ο αγριόγατος
  2. (μεταφορικά)
      κινείται σαν αίλουρος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία