Δείτε επίσης: αἴλουρος

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αίλουρος οι αίλουροι
      γενική του αίλουρου των αίλουρων
    αιτιατική τον αίλουρο τους αίλουρους
     κλητική αίλουρε αίλουροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αίλουρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἴλουρος

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.lu.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αί‐λου‐ρος

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

αίλουρος αρσενικό

  1. (ζώο, λόγιο) ο αγριόγατος
  2. (μεταφορικά)
    κινείται σαν αίλουρος

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία