αιλουροειδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αιλουροειδή | ||
γενική | των | αιλουροειδών | ||
αιτιατική | τα | αιλουροειδή | ||
κλητική | αιλουροειδή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιλουροειδή < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική félidés (πληθυντικός)[1] ή απόδοση για τη νεολατινική Felidae[2] · Μορφολογικά αναλύεται σε ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αιλουροειδές < αίλουρ(ος) + -ο- + -ειδές > πληθυντικός: -ειδή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.lu.ɾo.iˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐λου‐ρο‐ει‐δή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αιλουροειδή ουδέτερο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) γενική ονομασία για ζώα που ανήκουν στην υποτάξη Αιλουρόμορφα (Feliformia, όπως η γάτα, η τίγρη, η λεοπάρδαλη) της οικογένειας σαρκοβόρων θηλαστικών Αιλουρίδες (Felidae)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αίλουρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αιλουροειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αιλουροειδές) του αιλουροειδής
επεξεργασία
- ↑ αιλουροειδές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- αιλουροειδές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αιλουροειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αιλουροειδές, αιλουροειδής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας