υποτάξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποτάξη | οι | υποτάξεις |
γενική | της | υποτάξης | των | υποτάξεων |
αιτιατική | την | υποτάξη | τις | υποτάξεις |
κλητική | υποτάξη | υποτάξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. Συγκρίνετε με το υπόταξη. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποτάξη < → δείτε υπόταξη με μετακίνηση του τόνου υπο- + τάξη
- για την ταξινομική βαθμίδα (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική subordo (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.poˈta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐τά‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποτάξη θηλυκό
- (ταξινομία) υποδιαίρεση ταξινομικής βαθμίδας, κατώτερη από την τάξη και ανώτερη από την οικογένεια
- άλλες μορφές: υπόταξη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τάξη στη Βικιπαίδεια
- βαθμίδες τάξης: → δείτε τις λέξεις μεγάταξη, υπέρταξη, τάξη, υπόταξη, ανθυπόταξη και μικρόταξη