Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τίγρη οι τίγρεις
      γενική της τίγρης* των τίγρεων
    αιτιατική την τίγρη τις τίγρεις
     κλητική τίγρη τίγρεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τίγρεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια τίγρη.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τίγρη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τίγρις (θηλυκό), γενική: τίγρεως < αρχαία ελληνική τίγρις (αρσενικό ή θηλυκό, συχνότερα θηλυκό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τίγρη θηλυκό (αρσενικό τίγρης)

  • (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό ζώο που ανήκει στην οικογένεια των αιλουροειδών. Διακρίνεται από την έντονη καφεκίτρινη απόχρωση του δέρματος του με τις κάθετες προς τον κορμό του μαύρες ραβδώσεις.
  • (μεταφορικά) ο ευκίνητος, δυναμικός κι ορμητικός άνθρωπος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία