tiger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tiger | tigers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtiger (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο τίγρης, η τίγρη
- ⮡ The tiger devoured its prey.
- Η τίγρη καταβρόχθισε τη λεία της.
- ⮡ The tiger devoured its prey.
ενικός | πληθυντικός |
tiger | tigers |
tiger (en)