Δείτε επίσης: Τίγρης, τίγρις, Τίγρις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τίγρης οι τίγρεις
      γενική του τίγρη
τίγρεως
των τίγρεων
    αιτιατική τον τίγρη τους τίγρεις
     κλητική τίγρη τίγρεις
Δείτε και το θηλυκό «η τίγρη».
Για την αρχαία κλίση, δείτε «ἡ τίγρις».
Διαφορετικά κλίνεται ο ποταμός Τίγρης.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

τίγρης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τίγρις → δείτε και τη λέξη τίγρη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τίγρης αρσενικό

  1. η αρσενική τίγρη
  2. (μεταφορικά) ο ευκίνητος, ο γρήγορος στην επίθεση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία