Τίγρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τίγρης | οι | (Τίγρητες) |
γενική | του | Τίγρητος | των | (Τιγρήτων) |
αιτιατική | τον | Τίγρη & Τίγρητα |
τους | (Τίγρητες) |
κλητική | Τίγρη | (Τίγρητες) | ||
Δείτε τις διαφορές της αρχαίας κλίσης «ὁ Τίγρης». Διαφορετικά κλίνεται το ζώο «ο τίγρης» και η αρχαία τίγρις. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΤίγρης < αρχαία ελληνική Τίγρης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈti.ɣɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τί‐γρης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤίγρης αρσενικό στον ενικό
- σπουδαίος ιστορικός ποταμός στη Μεσοποταμία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τίγρης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τίγρης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤίγρης αρσενικό
- ποταμός της Μεσοποταμίας
Πηγές
επεξεργασία- Τίγρης - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.