Δείτε επίσης: αίλουρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / αἴλουρος οἱ/αἱ αἴλουροι
      γενική τοῦ/τῆς αἰλούρου τῶν αἰλούρων
      δοτική τῷ/τῇ αἰλούρ τοῖς/ταῖς αἰλούροις
    αιτιατική τὸν/τὴν αἴλουρον τοὺς/τὰς αἰλούρους
     κλητική ! αἴλουρε αἴλουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰλούρω
γεν-δοτ τοῖν  αἰλούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴλουρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἴλουρος, -ου αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) γάτα
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Αἴλουρος καὶ μύες, 81.1
    ἔν τινι οἰκίᾳ πολλοὶ μύες ἦσαν. αἴλουρος δὲ τοῦτο γνοὺς ἧκεν ἐνταῦθα καὶ συλλαμβάνων ἕνα ἕκαστον κατήσθιεν.
    Ήταν ένα σπίτι όπου ζούσαν πολλά ποντίκια. Το πληροφορήθηκε αυτό ο γάτος, οπότε μια και δυο κατέφτασε εκεί πέρα και βάλθηκε να πιάνει τους ποντικούς και να τους τρώει έναν-έναν.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο γάτος και τα ποντίκια.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 2 @scaife.perseus
    Λύκος δ’ ὀχεύει καὶ ὀχεύεται τὸν αὐτὸν τρόπον ὅνπερ καὶ κύων. Οἱ δ’ αἴλουροι οὐκ ὄπισθεν συνιόντες, ἀλλ’ ὁ μὲν ὀρθός, ἡ δὲ θήλεια ὑποτίθησιν ἑαυτήν· εἰσὶ δὲ τῇ φύσει αἱ θήλειαι ἀφροδισιαστικαί, καὶ προσάγονται τοὺς ἄρρενας εἰς τὰς ὀχείας, καὶ συνοῦσαι κράζουσιν.
    άλλες μορφές: αἰέλουρος
  2. (ελληνιστική σημασία , φυτό, θηλυκό) «ἀναγαλλὶςκυανῆ», η αναγαλλίδα