Δείτε επίσης: αίλουρος

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / αἴλουρος οἱ/αἱ αἴλουροι
      γενική τοῦ/τῆς αἰλούρου τῶν αἰλούρων
      δοτική τῷ/τῇ αἰλούρ τοῖς/ταῖς αἰλούροις
    αιτιατική τὸν/τὴν αἴλουρον τοὺς/τὰς αἰλούρους
     κλητική ! αἴλουρε αἴλουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰλούρω
γεν-δοτ τοῖν  αἰλούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αἴλουρος < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αἴλουρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) γάτα
    άλλες μορφές: αἰέλουρος
  2. (ελληνιστική σημασία, φυτό, θηλυκό) «ἀναγαλλὶςκυανῆ», η αναγαλλίδα

  ΠηγέςΕπεξεργασία