↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεονταρισμός οι λεονταρισμοί
      γενική του λεονταρισμού των λεονταρισμών
    αιτιατική τον λεονταρισμό τους λεονταρισμούς
     κλητική λεονταρισμέ λεονταρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεονταρισμός < λεοντάρ(ι)[1] + -ισμός < ελληνιστική κοινή λεοντάριον υποκοριστικό < αρχαία ελληνική λέων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.on.da.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ο‐ντα‐ρι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεονταρισμός αρσενικό

  • επίδειξη τόλμης για να εντυπωσιαστεί ή να φοβηθεί κάποιος
    ⮡  ο λεονταρισμός του προκαλεί θυμηδία
    ⮡  γελιέσαι αν νομίζεις ότι οι απειλές και οι λεονταρισμοί σου περνάνε σε εμάς

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία