Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bravade < (άμεσο δάνειο) ιταλική bravata < bravare, κάνω τον γενναίο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bʁa.vad/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bravade bravades

bravade (fr) θηλυκό

  1. το νταϊλίκι
  2. o λεονταρισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη brave