Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός brave
συγκριτικός braver
υπερθετικός bravest

brave (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας brave
γ΄ ενικό ενεστώτα braves
αόριστος braved
παθητική μετοχή braved
ενεργητική μετοχή braving

brave (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

brave < ιταλική bravo και ισπανική bravo < λατινική barbarus, βάρβαρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bʁav/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
brave braves

brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενναίος
     αντώνυμα: lâche, peureux
  2. αγαθός, τίμιος και απλοϊκός
     αντώνυμα: malhonnête, mauvais

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
brave braves

brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία



Ίντο (io) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

brave (io)