Ετυμολογία

επεξεργασία
malhonnête < mal + honnête

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malhonnête malhonnêtes

malhonnête (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία