bravache
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bravache < bravasche < (άμεσο δάνειο) ιταλική bravaccio, σκωπτικό υποκοριστικό του bravo, γενναίος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bravache | bravaches |
bravache (fr) αρσενικό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bravache | bravaches |
bravache (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για φέρσιμο) ψευτοπαλικαρίστικος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη brave