παραθετικά
θετικός courageous
συγκριτικός more courageous
υπερθετικός most courageous

  Επίθετο

επεξεργασία

courageous (en)

  • θαρραλέος
    ⮡  a courageous solider/warrior - θαρραλέος στρατιώτης/πολεμιστής
    ⮡  a courageous act/answer - θαρραλέα πράξη/απάντηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brave