Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός courageously
συγκριτικός more courageously
υπερθετικός most courageously

  Ετυμολογία επεξεργασία

courageously < courageous + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

courageously (en)

  • θαρραλέα
    He courageously faces the danger/the difficulties of life.
    Αντιμετωπίζει θαρραλέα τον κίνδυνο/τις δυσκολίες της ζωής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bravely

  Πηγές επεξεργασία