courageously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | courageously |
συγκριτικός | more courageously |
υπερθετικός | most courageously |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- courageously < courageous + -ly
παραθετικά | |
θετικός | courageously |
συγκριτικός | more courageously |
υπερθετικός | most courageously |