θεατρινισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεατρινισμός αρσενικό
- συμπεριφορά που περιλαμβάνει έντονες και υπερβολικές κινήσεις και ενέργειες εντυπωσιασμού ή παραπλάνησης για την επίτευξη ενός στόχου
- ↪ ο τηλεπωλητής με κάθε λογής θεατρινισμούς προσπαθούσε να εντυπωσιάσει ώστε να πουλήσει στους θεατές το εμπόρευμά του
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεατρινισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- θεατρινισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας