φοβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοβίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοβίζω < αρχαία ελληνική φοβέω, φοβῶ
Ρήμα
επεξεργασίαφοβίζω, αόρ.: φόβισα, μτχ.π.π.: φοβισμένος
- προκαλώ σε κάποιον φόβο, τον κάνω να φοβάται, εμπνέω μια φοβία
- Μη λες στα παιδιά ότι δαγκώνουν οι σκύλοι και τα φοβίζεις
- Το βλέμμα του και τα λόγια του με φόβισαν -φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα
- Δεν με φοβέρισε συνειδητά, αλλά με φόβισε
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοβίζω | φόβιζα | θα φοβίζω | να φοβίζω | φοβίζοντας | |
β' ενικ. | φοβίζεις | φόβιζες | θα φοβίζεις | να φοβίζεις | φόβιζε | |
γ' ενικ. | φοβίζει | φόβιζε | θα φοβίζει | να φοβίζει | ||
α' πληθ. | φοβίζουμε | φοβίζαμε | θα φοβίζουμε | να φοβίζουμε | ||
β' πληθ. | φοβίζετε | φοβίζατε | θα φοβίζετε | να φοβίζετε | φοβίζετε | |
γ' πληθ. | φοβίζουν(ε) | φόβιζαν φοβίζαν(ε) |
θα φοβίζουν(ε) | να φοβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φόβισα | θα φοβίσω | να φοβίσω | φοβίσει | ||
β' ενικ. | φόβισες | θα φοβίσεις | να φοβίσεις | φόβισε | ||
γ' ενικ. | φόβισε | θα φοβίσει | να φοβίσει | |||
α' πληθ. | φοβίσαμε | θα φοβίσουμε | να φοβίσουμε | |||
β' πληθ. | φοβίσατε | θα φοβίσετε | να φοβίσετε | φοβίστε | ||
γ' πληθ. | φόβισαν φοβίσαν(ε) |
θα φοβίσουν(ε) | να φοβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φοβίσει | είχα φοβίσει | θα έχω φοβίσει | να έχω φοβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φοβίσει | είχες φοβίσει | θα έχεις φοβίσει | να έχεις φοβίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φοβίσει | είχε φοβίσει | θα έχει φοβίσει | να έχει φοβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φοβίσει | είχαμε φοβίσει | θα έχουμε φοβίσει | να έχουμε φοβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φοβίσει | είχατε φοβίσει | θα έχετε φοβίσει | να έχετε φοβίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φοβίσει | είχαν φοβίσει | θα έχουν φοβίσει | να έχουν φοβίσει |
|