Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφοβίζω < αρχαία ελληνική ἐκφοβέω / ἐκφοβῶ + -ίζω < ἐκ + φοβέω / φοβῶ < φόβος < πρωτοελληνική *pʰógʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰógʷos < *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.foˈvi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

εκφοβίζω (παθητική φωνή: εκφοβίζομαι)

  • φοβίζω κάποιον με απειλές ή αναφορά επικείμενου κακού, για να τον αναγκάσω να δεχτεί ό,τι θέλω και να πράξει αναλόγως

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία