εκφοβίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφοβίζω < αρχαία ελληνική ἐκφοβέω / ἐκφοβῶ + -ίζω < ἐκ + φοβέω / φοβῶ < φόβος < πρωτοελληνική *pʰógʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰógʷos < *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.foˈvi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεκφοβίζω (παθητική φωνή: εκφοβίζομαι)
- φοβίζω κάποιον με απειλές ή αναφορά επικείμενου κακού, για να τον αναγκάσω να δεχτεί ό,τι θέλω και να πράξει αναλόγως
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εκφοβισμός / εκφόβιση / εκφόβηση
- εκφοβιστής
- εκφοβιστικά
- εκφοβιστικός / εκφοβητικός
- → δείτε τις λέξεις εκ και φόβος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφοβίζω | εκφόβιζα | θα εκφοβίζω | να εκφοβίζω | εκφοβίζοντας | |
β' ενικ. | εκφοβίζεις | εκφόβιζες | θα εκφοβίζεις | να εκφοβίζεις | εκφόβιζε | |
γ' ενικ. | εκφοβίζει | εκφόβιζε | θα εκφοβίζει | να εκφοβίζει | ||
α' πληθ. | εκφοβίζουμε | εκφοβίζαμε | θα εκφοβίζουμε | να εκφοβίζουμε | ||
β' πληθ. | εκφοβίζετε | εκφοβίζατε | θα εκφοβίζετε | να εκφοβίζετε | εκφοβίζετε | |
γ' πληθ. | εκφοβίζουν(ε) | εκφόβιζαν εκφοβίζαν(ε) |
θα εκφοβίζουν(ε) | να εκφοβίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφόβισα | θα εκφοβίσω | να εκφοβίσω | εκφοβίσει | ||
β' ενικ. | εκφόβισες | θα εκφοβίσεις | να εκφοβίσεις | εκφόβισε | ||
γ' ενικ. | εκφόβισε | θα εκφοβίσει | να εκφοβίσει | |||
α' πληθ. | εκφοβίσαμε | θα εκφοβίσουμε | να εκφοβίσουμε | |||
β' πληθ. | εκφοβίσατε | θα εκφοβίσετε | να εκφοβίσετε | εκφοβίστε | ||
γ' πληθ. | εκφόβισαν εκφοβίσαν(ε) |
θα εκφοβίσουν(ε) | να εκφοβίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκφοβίσει | είχα εκφοβίσει | θα έχω εκφοβίσει | να έχω εκφοβίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκφοβίσει | είχες εκφοβίσει | θα έχεις εκφοβίσει | να έχεις εκφοβίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκφοβίσει | είχε εκφοβίσει | θα έχει εκφοβίσει | να έχει εκφοβίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφοβίσει | είχαμε εκφοβίσει | θα έχουμε εκφοβίσει | να έχουμε εκφοβίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκφοβίσει | είχατε εκφοβίσει | θα έχετε εκφοβίσει | να έχετε εκφοβίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφοβίσει | είχαν εκφοβίσει | θα έχουν εκφοβίσει | να έχουν εκφοβίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφοβίζομαι | εκφοβιζόμουν(α) | θα εκφοβίζομαι | να εκφοβίζομαι | ||
β' ενικ. | εκφοβίζεσαι | εκφοβιζόσουν(α) | θα εκφοβίζεσαι | να εκφοβίζεσαι | (εκφοβίζου) | |
γ' ενικ. | εκφοβίζεται | εκφοβιζόταν(ε) | θα εκφοβίζεται | να εκφοβίζεται | ||
α' πληθ. | εκφοβιζόμαστε | εκφοβιζόμαστε εκφοβιζόμασταν |
θα εκφοβιζόμαστε | να εκφοβιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκφοβίζεστε | εκφοβιζόσαστε εκφοβιζόσασταν |
θα εκφοβίζεστε | να εκφοβίζεστε | (εκφοβίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκφοβίζονται | εκφοβίζονταν εκφοβιζόντουσαν |
θα εκφοβίζονται | να εκφοβίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφοβίστηκα | θα εκφοβιστώ | να εκφοβιστώ | εκφοβιστεί | ||
β' ενικ. | εκφοβίστηκες | θα εκφοβιστείς | να εκφοβιστείς | εκφοβίσου | ||
γ' ενικ. | εκφοβίστηκε | θα εκφοβιστεί | να εκφοβιστεί | |||
α' πληθ. | εκφοβιστήκαμε | θα εκφοβιστούμε | να εκφοβιστούμε | |||
β' πληθ. | εκφοβιστήκατε | θα εκφοβιστείτε | να εκφοβιστείτε | εκφοβιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκφοβίστηκαν εκφοβιστήκαν(ε) |
θα εκφοβιστούν(ε) | να εκφοβιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκφοβιστεί | είχα εκφοβιστεί | θα έχω εκφοβιστεί | να έχω εκφοβιστεί | εκφοβισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκφοβιστεί | είχες εκφοβιστεί | θα έχεις εκφοβιστεί | να έχεις εκφοβιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκφοβιστεί | είχε εκφοβιστεί | θα έχει εκφοβιστεί | να έχει εκφοβιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφοβιστεί | είχαμε εκφοβιστεί | θα έχουμε εκφοβιστεί | να έχουμε εκφοβιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκφοβιστεί | είχατε εκφοβιστεί | θα έχετε εκφοβιστεί | να έχετε εκφοβιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφοβιστεί | είχαν εκφοβιστεί | θα έχουν εκφοβιστεί | να έχουν εκφοβιστεί |