Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκφοβιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκφοβιστικ
ός
η
εκφοβιστικ
ή
το
εκφοβιστικ
ό
γενική
του
εκφοβιστικ
ού
της
εκφοβιστικ
ής
του
εκφοβιστικ
ού
αιτιατική
τον
εκφοβιστικ
ό
την
εκφοβιστικ
ή
το
εκφοβιστικ
ό
κλητική
εκφοβιστικ
έ
εκφοβιστικ
ή
εκφοβιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκφοβιστικ
οί
οι
εκφοβιστικ
ές
τα
εκφοβιστικ
ά
γενική
των
εκφοβιστικ
ών
των
εκφοβιστικ
ών
των
εκφοβιστικ
ών
αιτιατική
τους
εκφοβιστικ
ούς
τις
εκφοβιστικ
ές
τα
εκφοβιστικ
ά
κλητική
εκφοβιστικ
οί
εκφοβιστικ
ές
εκφοβιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκφοβιστικός
<
εκφοβίζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εκφοβιστικός
που συμβάλλει στον
εκφοβισμό
, που γίνεται για
εκφοβισμό
Συγγενικά
επεξεργασία
εκφοβιστικά
→
δείτε
τις λέξεις
εκφοβίζω
,
φοβίζω
και
φόβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκφοβιστικός
αγγλικά
:
intimidating
(en)
,
threatening
(en)
,
menacing
(en)