• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εκφοβισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφοβισμός οι εκφοβισμοί
      γενική του εκφοβισμού των εκφοβισμών
    αιτιατική τον εκφοβισμό τους εκφοβισμούς
     κλητική εκφοβισμέ εκφοβισμοί
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκφοβισμός < εκφοβίζω + -μός < αρχαία ελληνική ἐκφοβέω / ἐκφοβῶ < φοβέω / φοβῶ < φόβος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκφοβισμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκφοβίζω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εκφόβηση
  • εκφόβιση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκφοβισμός
  • αγγλικά : intimidation (en)
  • γαλλικά : intimidation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκφοβισμός&oldid=4845899"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:25

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 16:25.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie