Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐκφοβέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐκφοβέω
<
ἐκ
+
φοβέω
/
φοβῶ
<
φόβος
Ρήμα
επεξεργασία
ἐκφοβέω
(
μεταβατικό
)
φοβίζω
κάποιον, τον
τρέπω
σε
φυγή
, τον
εκφοβίζω
(
αμετάβατο
)
φοβάμαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ἐκφοβῶ