εκφοβίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκφοβίζομαι
- (σπάνιο) παθητική φωνή του ρήματος εκφοβίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκφοβίζομαι | εκφοβιζόμουν(α) | θα εκφοβίζομαι | να εκφοβίζομαι | ||
β' ενικ. | εκφοβίζεσαι | εκφοβιζόσουν(α) | θα εκφοβίζεσαι | να εκφοβίζεσαι | (εκφοβίζου) | |
γ' ενικ. | εκφοβίζεται | εκφοβιζόταν(ε) | θα εκφοβίζεται | να εκφοβίζεται | ||
α' πληθ. | εκφοβιζόμαστε | εκφοβιζόμαστε εκφοβιζόμασταν |
θα εκφοβιζόμαστε | να εκφοβιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκφοβίζεστε | εκφοβιζόσαστε εκφοβιζόσασταν |
θα εκφοβίζεστε | να εκφοβίζεστε | (εκφοβίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκφοβίζονται | εκφοβίζονταν εκφοβιζόντουσαν |
θα εκφοβίζονται | να εκφοβίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκφοβίστηκα | θα εκφοβιστώ | να εκφοβιστώ | εκφοβιστεί | ||
β' ενικ. | εκφοβίστηκες | θα εκφοβιστείς | να εκφοβιστείς | εκφοβίσου | ||
γ' ενικ. | εκφοβίστηκε | θα εκφοβιστεί | να εκφοβιστεί | |||
α' πληθ. | εκφοβιστήκαμε | θα εκφοβιστούμε | να εκφοβιστούμε | |||
β' πληθ. | εκφοβιστήκατε | θα εκφοβιστείτε | να εκφοβιστείτε | εκφοβιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκφοβίστηκαν εκφοβιστήκαν(ε) |
θα εκφοβιστούν(ε) | να εκφοβιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκφοβιστεί | είχα εκφοβιστεί | θα έχω εκφοβιστεί | να έχω εκφοβιστεί | εκφοβισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκφοβιστεί | είχες εκφοβιστεί | θα έχεις εκφοβιστεί | να έχεις εκφοβιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκφοβιστεί | είχε εκφοβιστεί | θα έχει εκφοβιστεί | να έχει εκφοβιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκφοβιστεί | είχαμε εκφοβιστεί | θα έχουμε εκφοβιστεί | να έχουμε εκφοβιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκφοβιστεί | είχατε εκφοβιστεί | θα έχετε εκφοβιστεί | να έχετε εκφοβιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκφοβιστεί | είχαν εκφοβιστεί | θα έχουν εκφοβιστεί | να έχουν εκφοβιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκφοβίζομαι
|