εκφοβητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκφοβητικός < ελληνιστική κοινή ἐκφοβητικός
Επίθετο επεξεργασία
εκφοβητικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του εκφοβιστικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκφοβητικός
|