φοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φοβία | οι | φοβίες |
γενική | της | φοβίας | των | φοβιών |
αιτιατική | τη | φοβία | τις | φοβίες |
κλητική | φοβία | φοβίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφοβία θηλυκό
- έντονος φόβος για συγκεκριμένες καταστάσεις, ζώα κ.λπ. που προκαλεί άγχος και μόνο στη σκέψη του αντικείμενου του φόβου, χωρίς όμως απαραίτητα να φτάνει στα όρια του παθολογικού ζητήματος
- έχω φοβία και με τις ενέσεις, ανατριχιάζω μόνο που τις σκέφτομαι
- (ψυχιατρική) αγχώδης διαταραχή, παθολογικός και ψυχαναγκαστικός φόβος