ψυχαναγκαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχαναγκαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ψυχαναγκαστικός -ή -ό
- σχετικός με τον ψυχαναγκασμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχαναγκαστικός
|
ψυχαναγκαστικός -ή -ό
|