• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λιονταρόψυχος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική λιονταρόψυχος λιονταρόψυχη λιονταρόψυχο
γενική λιονταρόψυχου λιονταρόψυχης λιονταρόψυχου
αιτιατική λιονταρόψυχο λιονταρόψυχη λιονταρόψυχο
κλητική λιονταρόψυχε λιονταρόψυχη λιονταρόψυχο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική λιονταρόψυχοι λιονταρόψυχες λιονταρόψυχα
γενική λιονταρόψυχων λιονταρόψυχων λιονταρόψυχων
αιτιατική λιονταρόψυχους λιονταρόψυχες λιονταρόψυχα
κλητική λιονταρόψυχοι λιονταρόψυχες λιονταρόψυχα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λιονταρόψυχος < λιοντάρι + ψυχή

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ʎon.daˈɾo.psi.xos/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

λιονταρόψυχος

  • (έκφραση) ένας άνθρωπος, με ψυχή λιονταριού


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λιονταρόψυχος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λιονταρόψυχος&oldid=4999893"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Φεβρουαρίου 2021, στις 01:17

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Φεβρουαρίου 2021, στις 01:17.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie