Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιονταρόψυχος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
λιονταρόψυχ
ος
λιονταρόψυχ
η
λιονταρόψυχ
ο
γενική
λιονταρόψυχ
ου
λιονταρόψυχ
ης
λιονταρόψυχ
ου
αιτιατική
λιονταρόψυχ
ο
λιονταρόψυχ
η
λιονταρόψυχ
ο
κλητική
λιονταρόψυχ
ε
λιονταρόψυχ
η
λιονταρόψυχ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
λιονταρόψυχ
οι
λιονταρόψυχ
ες
λιονταρόψυχ
α
γενική
λιονταρόψυχ
ων
λιονταρόψυχ
ων
λιονταρόψυχ
ων
αιτιατική
λιονταρόψυχ
ους
λιονταρόψυχ
ες
λιονταρόψυχ
α
κλητική
λιονταρόψυχ
οι
λιονταρόψυχ
ες
λιονταρόψυχ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
λιονταρόψυχος
<
λιοντάρι
+
ψυχή
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʎon.daˈɾo.psi.xos
/
Επίθετο
Επεξεργασία
λιονταρόψυχος
(έκφραση) ένας άνθρωπος, με
ψυχή
λιονταριού
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
λιονταρόψυχος