Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιονταρίνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λιονταρίν
α
οι
λιονταρίν
ες
γενική
της
λιονταρίν
ας
των
λιονταρίν
ων
αιτιατική
τη
λιονταρίν
α
τις
λιονταρίν
ες
κλητική
λιονταρίν
α
λιονταρίν
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιονταρίνα
<
λιοντάρι
+ κατάληξη θηλυκού
-ίνα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʎon.daˈɾi.na
/
μια
λιονταρίνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιονταρίνα
θηλυκό
το θηλυκό του
λιονταριού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιονταρίνα
αγγλικά
:
lioness
(en)
βουλγαρικά
:
лъвица
(bg)
(
lăvica
)
γαλλικά
:
lionne
(fr)
γερμανικά
:
Löwin
(de)
εσπεράντο
:
leonino
(eo)
ισπανικά
:
leona
(es)
ιταλικά
:
leonessa
(it)
κινεζικά
:
母狮子
(zh)
(
mǔshīzi
)
κορεατικά
:
암사자
(ko)
(
amsaja
)
πολωνικά
:
lwica
(pl)
ρωσικά
:
львица
(ru)
(
l’vitsa
)