Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιονταρίνα οι λιονταρίνες
      γενική της λιονταρίνας των λιονταρίνων
    αιτιατική τη λιονταρίνα τις λιονταρίνες
     κλητική λιονταρίνα λιονταρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιονταρίνα < λιοντάρι + κατάληξη θηλυκού -ίνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʎon.daˈɾi.na/
 
μια λιονταρίνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιονταρίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία