χρεμετίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρεμετίζω < αρχαία ελληνική χρεμετίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrem-[1]
Ρήμα
επεξεργασίαχρεμετίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρεμετίζω | χρεμέτιζα | θα χρεμετίζω | να χρεμετίζω | χρεμετίζοντας | |
β' ενικ. | χρεμετίζεις | χρεμέτιζες | θα χρεμετίζεις | να χρεμετίζεις | χρεμέτιζε | |
γ' ενικ. | χρεμετίζει | χρεμέτιζε | θα χρεμετίζει | να χρεμετίζει | ||
α' πληθ. | χρεμετίζουμε | χρεμετίζαμε | θα χρεμετίζουμε | να χρεμετίζουμε | ||
β' πληθ. | χρεμετίζετε | χρεμετίζατε | θα χρεμετίζετε | να χρεμετίζετε | χρεμετίζετε | |
γ' πληθ. | χρεμετίζουν(ε) | χρεμέτιζαν χρεμετίζαν(ε) |
θα χρεμετίζουν(ε) | να χρεμετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρεμέτισα | θα χρεμετίσω | να χρεμετίσω | χρεμετίσει | ||
β' ενικ. | χρεμέτισες | θα χρεμετίσεις | να χρεμετίσεις | χρεμέτισε | ||
γ' ενικ. | χρεμέτισε | θα χρεμετίσει | να χρεμετίσει | |||
α' πληθ. | χρεμετίσαμε | θα χρεμετίσουμε | να χρεμετίσουμε | |||
β' πληθ. | χρεμετίσατε | θα χρεμετίσετε | να χρεμετίσετε | χρεμετίστε | ||
γ' πληθ. | χρεμέτισαν χρεμετίσαν(ε) |
θα χρεμετίσουν(ε) | να χρεμετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρεμετίσει | είχα χρεμετίσει | θα έχω χρεμετίσει | να έχω χρεμετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρεμετίσει | είχες χρεμετίσει | θα έχεις χρεμετίσει | να έχεις χρεμετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρεμετίσει | είχε χρεμετίσει | θα έχει χρεμετίσει | να έχει χρεμετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρεμετίσει | είχαμε χρεμετίσει | θα έχουμε χρεμετίσει | να έχουμε χρεμετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρεμετίσει | είχατε χρεμετίσει | θα έχετε χρεμετίσει | να έχετε χρεμετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρεμετίσει | είχαν χρεμετίσει | θα έχουν χρεμετίσει | να έχουν χρεμετίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρεμετίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρεμετίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrem-[1]
Ρήμα
επεξεργασίαχρεμετίζω (και χρεμίζω ίσως και χρεμετάω)
- χρεμετίζω, χλιμιντρίζω για άλογο
- τῶν ἵπποι μὲν ἔπειθ᾽ ὑπεναντίοι ἀλλήλοισιν ὀξεῖα χρέμισαν, περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ. (Ησίοδος)
- (μεταφορικά) ικανοποιούμαι σε ζωώδες επίπεδο (έννοια των ελληνιστικών χρόνων)
- καὶ ἐχόρτασα αὐτοὺς καὶ ἐμοιχῶντο καὶ ἐν οἴκοις πορνῶν κατέλυον, ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγενήθησαν, ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζον (ελληνιστική απόδοση των γραπτών που αποδίδονται στον προφήτη Ιερεμία)
Συγγενικά
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.